κακοπαίρνω

κακοπαίρνω
(αόρ. (ε)κακοπ*ρα) 1. μετ.
1) неправильно понимать (кого-что-л.); 2) относиться плохо (к кому-л.); ругать (кого-л.); 3) с трудом или плохо учиться (чему-л.);

τα κακοπαίρνει τα γράμματα — учение даётся ему с трудом, он плохо учится;

2. αμετ. начинать болеть, заболевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κακοπαίρνω" в других словарях:

  • κακοπαίρνω — 1. παίρνω κάτι στραβά, παρερμηνεύω, παρεξηγώ 2. συμπεριφέρομαι σκληρά και απότομα σε κάποιον, αποπαίρνω 3. αντιλαμβάνομαι δύσκολα, είμαι δυσμαθής («τά κακοπαίρνει τα γράμματα») …   Dictionary of Greek

  • κακοπαίρνω — κακοπήρα, κακοπάρθηκα, κακοπαρμένος 1. παίρνω κάτι σαν κακό, το παρεξηγώ: Του είπα πως είναι αψός κι αυτός το κακοπήρε. 2. φέρνομαι με κακό τρόπο, αποπαίρνω: Μην τον κακοπαίρνεις, γιατί άλλος φταίει κι όχι αυτός. 3. είμαι δυσμαθής: Τα κακοπαίρνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοπιάνω — 1. παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω 2. πιάνω κάτι άσχημα, αδέξια 3. συμπεριφέρομαι βάναυσα, αγριεύω κάποιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»